Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

παίζω πιάνο

  • 1 рояль

    рояль м το πιάνο* играть на \роялье παίζω πιάνο
    * * *
    м
    το πιάνο

    игра́ть на роя́ле — παίζω πιάνο

    Русско-греческий словарь > рояль

  • 2 рояль

    роя́л||ь
    м τό πιάνο, τό κλειδοκύμβα-λο[ν]:
    нгра́ть на \роялье παίζω πιάνο.

    Русско-новогреческий словарь > рояль

  • 3 фортепьяно

    фортепьяно
    с нескл. τό πιάνο, τό κλει-δοκύμβαλο[ν]:
    играть на \фортепьяно παίζω πιάνο.

    Русско-новогреческий словарь > фортепьяно

  • 4 пиаиино

    пиаии||но
    с нескл. τό πνάνο, τό κλειδο-κυμβαλο[ν]:
    играть на \пиаиино παίζω πιάνο.

    Русско-новогреческий словарь > пиаиино

  • 5 играть

    играть
    несов в разн. знач. παίζω:
    \играть в футбол (в шахматы, в прятки) παίζω ποδόσφαιρο (σκάκι, κρυφτό)· \играть на бильярде παίζω μπιλιάρδο· \играть на скрипке (на рояле) παίζω βιολί (πιάνο)· ◊ \играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· \играть своей жизнью κινδυνεύω τή ζωή μου· солнце играет на поверхности воды ὁ ήλιος παίζει στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· улыбка играет на лице τό χαμόγελο σιγοπαίζει στό πρόσωπο· \играть на нервах ἐκνευρίζω, χτυπάω στά νεΰρα· \играть и а бирже παίζω στό χρηματιστήριο· \играть словами παίζω μέ τίς λέξεις· \играть кому́-л. на руку παίζω τό παιγνίδι κάποιου· это не играет роли δέν παίζει ρόλο· \играть первую скрипку παίζω τό πρῶτο βιολί.

    Русско-новогреческий словарь > играть

  • 6 барабанить

    -ню, -нишь, ρ.δ.
    1. τυμπανίζω, κρούω, χτυπώ το τύμπανο.
    2. κροτώ σαν τύμπανο•

    барабанить пальцами по столу κροτώ (παίζω) μετά δάχτυλα στο τραπέζι•

    дождь -ит в окно η βροχή χτυπά στο παράθυρο σαν τύμπανο.

    3. μτφ. τυμπανίζω στο πιάνο (παίζω ηχηρά και άτεχνα).

    Большой русско-греческий словарь > барабанить

  • 7 проиграть

    -аго, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проигранный, βρ: -гран, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χάνω, νικιέμαι, ηττώμαι•

    проиграть дело χάνω την υπόθεση•

    проиграть пари χάνω το στοίχημα•

    проиграть сражение χάνω τη μάχη•

    проиграть судебный процесс χάνω τη δίκη•

    проиграть партию в шахматы χάνω την παρτίδα στο σκάκι.

    || ξεπέφτω•

    проиграть в мнении товарищей ξεπέφτω στη συνείδηση των συντρόφων.

    2. χάνω στο παιγνίδι (χαρτιά, λοταρια κ.τ. τ.).
    3. εκτελώ, παίζω•

    проиграть мазурку на рояле παίζωμαζούρκα στο πιάνο•

    проиграть пластинку παίζωδίσκο γραμμοφώνου.

    4. παίζω•

    дети весь день проигратьли на дворе τα παιδιά όλη τη μέρα έπαιξανστην αυλή.

    || χάνω (λόγω παιγνιδιού)•

    дети проигратьли обед τα παιδιά έχασαν το γεύμα, γιατί έπαιζαν.

    χάνω στα τυχερά παιγνίδια.

    Большой русско-греческий словарь > проиграть

  • 8 бренчать

    -чу, -чишь, ρ.δ.
    1. ηχώ, κροτώ, κροταλίζω, κρούω, χτυπώ•

    -ат шпоры κροτούν τα σπιρούνια.

    2. παίζω άσχημα, ατζαμήτικα, θορυβώ•

    девочка -ла на фортепиано το κορίτσι θορυβούοε περισσότερο παρά έπαιζε στο πιάνο.

    Большой русско-греческий словарь > бренчать

  • 9 пробарабанить

    ρ.σ. τυμπανίζω, κροτώ σαν σε τύμπανο.
    μ. παίζω (σε πιάνο) άτεχνα. || τυμπανιζω (για ένα χρον. διάστημα)1 он -ил целый час αυτός τυμπάνισε μια ολόκληρη ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > пробарабанить

  • 10 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

См. также в других словарях:

  • παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοδεύω — εψα και ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. πηγαίνω με κάποιον κάπου: Με συνόδεψε ως το σπίτι μου. 2. ακολουθώ κάτι, γίνομαι μαζί μ αυτό: Την αμάθεια και τη φτώχεια τη συνοδεύει η ηθική εξαθλίωση. – Ο σεισμός συνοδεύεται από μια τρομακτική βουή. 3. ενώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»